- ὁποστημόριος
- ὁποστημόριος, α, ον,A what fraction, Eudem. ap. Simp.in Ph.973.24.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οποστημόριος — ὁποστημόριος, ία, ον (Α) πόσου ή ποιού μέρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁπόστος + μόριος (< μόρος < μείρομαι), πρβλ. πολλοστη μόριος] … Dictionary of Greek
ὁποστημόριον — ὁποστημόριος what fraction masc acc sg ὁποστημόριος what fraction neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)